έξωμος

έξωμος
-η, -ο
που έχει ή αφήνει έξω (δηλ. ακάλυπτο, γυμνό) τον ώμο ή τους ώμους, ντεκολτέ: Έξωμη τουαλέτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • έξωμος — η, ο (AM ἐξωμος, ον) (για ενδύματα) αυτός που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους και τον τράχηλο* …   Dictionary of Greek

  • ντεκολτέ — το άκλ. 1. ως επίθ. έξωμος, γυμνόλαιμος 2. ως ουσ. άνοιγμα στο πάνω, συνήθως, μέρος τού γυναικείου φορέματος μπροστά στο στήθος ή πίσω στην πλάτη («φόρεμα με αποκαλυπτικό ντεκολτέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decollete «έξωμος» < γαλλ. decolleter… …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”